- πανηγύρεων
- πανηγύρεω̆ν , πανήγυριςgeneralfem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
PASCHA — improprie significat agnum Paschalem, dies festos, totamque illam celebritatem et observationem, imo apud B. Paulum ipsummet Christum per agnum Paschalem adumbratum; proprie vero transitum notat, non enim trahit originem nominis a verbo πάχω,… … Hofmann J. Lexicon universale
καθιστιώ — καθιστιῶ, άω, (Α) επιγρ. δαπανώ για την τέλεση εορτών, συμποσίων, πανηγύρεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ο τ. καθιστιώ < καθεστιώ (με αφομοίωση) < κατ(α) * + ἑστιῶ (< ἑστία)] … Dictionary of Greek
πολυάνθρωπος — η, ο / πολυάνθρωπος, ον, ΝΜΑ αυτός που κατοικείται από πολλούς ανθρώπους, πυκνοκατοικημένος («πολυάνθρωπες πόλεις») νεοελλ. 1. αυτός που αποτελείται από πολλούς ανθρώπους («πολυάνθρωπη συγκέντρωση») 2. το ουδ. ως ουσ. το πολυάνθρωπο το να… … Dictionary of Greek
πυλαγόρας — και πυλαγόρος και πυλάγορος και πυληγόρος, ὁ, Α 1. συν. στον πληθ. οἱ πυλαγόραι οι τρεις αντιπρόσωποι κάθε πόλης στο αμφικτιονικό συνέδριο οι οποίοι υπεράσπιζαν τα συμφέροντα τής πόλης από την οποία εξελέγησαν 2. (κατά τον Ησύχ.) «πυληγόροι… … Dictionary of Greek
ВВЕДЕНИЕ ВО ХРАМ ПРЕСВЯТОЙ БОГОРОДИЦЫ — [греч. Εἴσοδος τῆς ῾Υπεραγίας Θεοτόκου ἐν τῷ Ναῷ; лат. Praesentatio S. Mariae in templo], один из великих церковных праздников, установленный в честь события приведения Пресв. Богородицы Ее родителями в иерусалимский храм для посвящения Богу.… … Православная энциклопедия